- μεριμνοτόκος
- μεριμνοτόκος, -ον (Α)αυτός που γεννά μέριμνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριμνοτόκου — μεριμνοτόκος mother of cares masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)